Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΥ (Μέρος 2)
Έχω ακούσει για έναν Αμερικανό πνευματικό αναζητητή. Ήταν πολύ πλούσιος κι έχοντας τα πάντα, αισθάνθηκε μπουχτισμένος. Όσο πιο πολλά έχεις, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιείς ότι δεν πρόκειται να σε ικανοποιήσουν. Ο φτωχός βρίσκεται σε καλύτερη διανοητική κατάσταση, γιατί μπορεί να ελπίζει πως αύριο θα έχει ένα καλύτερο σπίτι, καλύτερη δουλειά, μεγαλύτερο μισθό, καλύτερο αυτοκίνητο. Υπάρχουν εκατομμύρια ελπίδες για κείνον τριγύρω, οι οποίες δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν και είναι καλό που δεν θα πραγματοποιηθούν. Ο πολύ πλούσιος άνθρωπος βλέπει ότι βρίσκεται σε πολύ παράξενη θέση: έχουν πραγματοποιηθεί όλες του οι ελπίδες και τα χέρια του είναι αδειανά, η ύπαρξή του είναι κενή΄ δεν έχει βρει τίποτε. Η ζωή τον ξεγέλασε. Όλες εκείνες οι ελπίδες αποδείχτηκαν οπτασίες.
Άρχισε λοιπόν να αναζητά εκείνος ο άνθρωπος κάποιον που να μπορεί να του δείξει το δρόμο για να την ανακάλυψη τής πραγματικής, της υπέρτατης, της απόλυτης αλήθειας. Και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο ψάχνοντας, νιώθοντας κουρασμένος. Ήρθε και σε τούτη τη χώρα και του είπε κάποιος, ΄΄Εδώ στις πεδιάδες δεν θα βρεις έναν τέτοιο σοφό, πρέπει να πας στα Ιμαλάια. Έχουμε ακούσει ότι βρίσκεται εκεί κάποιος γέροντας – κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλος, τι ηλικίας είναι. Αν μπορέσεις να τον βρεις, ίσως να ικανοποιηθεί η αναζήτησή σου.΄΄
Ο άνθρωπος ήταν αμετάπειστος, πεισματάρης. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, αλλά τα κατάφερε. Κουρελιασμένος, κουρασμένος, έφτασε με κάποιο τρόπο κι είδε τον γέροντα να κάθεται κάτω από ένα δέντρο τριγυρισμένος από τα αιώνια χιόνια παντού. Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε ούτε καν να περπατήσει. Αναγκάστηκε να προχωρήσει με τα τέσσερα προς τον γέροντα, έπεσε στα πόδια του και του είπε, ΄΄Επιτέλους σε βρήκα. Μου είπαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να φτάσω ως εδώ - ήταν πιο δύσκολο κι από ό,τι νόμιζα. Αλλά υπάρχει η χάρη τού Θεού. Πες μου λοιπόν πώς μπορώ να βρω την ειρήνη, τη χαρά, τη σοφία.΄΄
Ο γέροντας τον κοίταξε και είπε, ΄΄Κάθε τι με τη σειρά του. Έχεις μαζί σου αμερικάνικα τσιγάρα;΄΄
Εκείνος δεν μπορούσε να το πιστέψει – είναι σωστό είδος ερώτησης αυτό; Δεν ήταν όμως καλό να διαφωνήσει με τον γέρο, γιατί μπορεί να θύμωνε ή κάτι τέτοιο.
Είπε, ΄΄Ναι,΄΄ και έβγαλε έξω τα λίγα τσιγάρα που του είχαν απομείνει και τον αναπτήρα. Ο γέρος τα πήρε, άρχισε να καπνίζει και ο κουρασμένος άνθρωπος τον κοίταζε – τι συμβαίνει; Είπε λοιπόν, ΄΄Και με μένα τι θα γίνει;΄΄
Ο γέρος είπε, ΄΄Περίμενε, να τελειώσω πρώτα το τσιγάρο, γιατί περίμενα να φέρει κάποιος ένα τσιγάρο. Εδώ και πολλά χρόνια.΄΄ Ο άνθρωπος είπε, ΄΄Εγώ πεθαίνω, είμαι κατακουρασμένος, κι εσύ καπνίζεις τα τσιγάρα μου μπροστά μου. Κι εγώ νόμιζα ότι είσαι φωτισμένος άνθρωπος!΄΄
Είπε εκείνος, ΄΄Όλα είναι εντάξει. Φωτισμένος είμαι, αλλά η φώτιση δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να καπνίζεις τσιγάρα. Ποιος σου το είπε αυτό;΄΄
Είπε, ΄΄Κανείς δεν μου το είπε, αλλά νόμιζα ότι τα τσιγάρα ανήκουν στους κοινούς ανθρώπους.΄΄
Είπε ο άλλος, ΄΄Κάνεις λάθος. Το βλέπεις τώρα μπροστά σου΄ είσαι αυτόπτης μάρτυρας. Είδες να καπνίζει τσιγάρο ένας φωτισμένος άνθρωπος.΄΄
Εκείνος είπε, ΄΄Δεν θέλω να το συζητήσω. Πες μου μόνο, γιατί η ζωή είναι μικρή και εγώ είμαι πολύ κουρασμένος. Πες μου τι πρέπει να κάνω τώρα.΄΄
Ο γέρος είπε, ΄΄Τώρα πήγαινε πίσω στο σπίτι σου, ξεκουράσου κι έλα πάλι. Και την επόμενη φορά, μην ξεχάσεις να φέρεις ένα πούρο Αβάνας, γιατί χωρίς πούρο Αβάνας δεν λέω ποτέ σε κανένα την αλήθεια.΄΄
Ο άνθρωπος σοκαρίστηκε πολύ: ΄΄Δεν έχω ξανακούσει… Διάβασα όλες τις γραφές, άκουσα σπουδαία κηρύγματα – δεν έχω ξανακούσει ότι είναι αναγκαίο ένα πούρο Αβάνας πριν μπορέσεις να πεις κάτι σχετικά με την εύρεση της αλήθειας.΄΄
Εκείνος είπε, ΄΄Κάθε φωτισμένος άνθρωπος είναι μοναδικός στο είδος του΄ εμένα αυτός είναι ο όρος μου. Από σένα εξαρτάται – αν δεν θέλεις να έρθεις, μην έρχεσαι, γιατί έχω στείλει πολλούς άλλους που θα έρθουν. Πώς νομίζεις ότι συνεχίζω να ζω εδώ; Δεν είσαι ο μόνος κουτός που έχει έρθει σε αναζήτηση τού εαυτού του. Έχουν έρθει και πολλοί άλλοι και θα έρθουν κι άλλοι πολλοί κι έχω έναν μόνο όρο, να φέρνουν ένα πούρο Αβάνας.΄΄
Ο άνθρωπος είπε, ΄΄Εντάξει, θα πάω σπίτι μου κι αν είμαι ακόμη ζωντανός θα φέρω το πούρο Αβάνας. Υποσχέσου μου όμως ότι δεν θα βάλεις κι άλλον όρο.΄΄ Είπε εκείνος, ΄΄Πρέπει να θυμάσαι ότι οι φωτισμένοι άνθρωποι δεν υπόσχονται ποτέ τίποτα, γιατί ποιος ξέρει για το αύριο; Ίσως να αλλάξω γνώμη. Ίσως να αρνηθώ το πούρο σου της Αβάνας. Εσύ κάνε ό,τι μπορείς, θα κάνω κι εγώ ό,τι μπορώ και θα δούμε μετά τι θα γίνει. Πάντως προς το παρόν σήκω και φύγε. Έχω αρκετά τσιγάρα που έφερες, άσε με να τα απολαύσω.΄΄
Ο άνθρωπος απογοητεύτηκε πάρα πολύ, αλλά καθώς γύρναγε πίσω, άρχισε σιγά-σιγά να σκέφτεται, ΄΄Ίσως να υπάρχει κάτι στο μήνυμά του. Μου είπε, ΄Πήγαινε σπίτι σου και ξεκουράσου.΄ Ίσως να μιλούσε αλληγορικά – πού είναι το σπίτι;΄΄ Είχε διαβάσει στα βιβλία ότι το πραγματικό σπίτι είναι μέσα μας. Και πώς μπορείς να το βρεις το σπίτι; Έχε μια πολύ χαλαρή, ξεκούραστη κατάσταση τού νου και θα το βρεις το σπίτι.
Είπε, ΄΄Θεέ μου, μου το είπε και δεν τον έχω καν ευχαριστήσει. Θα φέρω το πούρο Αβάνας, έτσι σαν ένα ευχαριστώ.΄΄
Μου άρεσε πολύ αυτή η ιστορία. Αν ξαναπήγε ο άνθρωπος ή όχι δεν ξέρω΄ αν εννοούσε εκείνος ο γέρος αυτό που κατάλαβε σχετικά με το σπίτι και την ανάπαυση, ούτε κι αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Όποια κι αν ήταν όμως η κατάσταση, ο άνθρωπος πήρε το μήνυμα. Γύρισε πίσω, χαλάρωσε, ξεκουράστηκε και προσπάθησε πρώτα να μπει στην εσωτερική του ύπαρξη – να βρει το σπίτι, γιατί οι τοίχοι του σπιτιού σου δεν αποτελούν το σπίτι σου.