ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ (Μέρος 6)
Όταν κοίταξε ο Βούδας το τριαντάφυλλο και συνέχιζε να κοιτάει το τριαντάφυλλο, κάτι δικό του μεταδόθηκε σε κείνο το λουλούδι. Ο Βούδας εισήλθε στο λουλούδι. Η ποιότητα τής ύπαρξής του, η εγρήγορση, η επίγνωση, η ειρήνη, η έκσταση, ο εσωτερικός χορός, άγγιξαν το λουλούδι. Με τον Βούδα να κοιτά το λουλούδι, τόσο ήρεμος, τόσο κατασταλαγμένος, χωρίς καμιά επιθυμία, θα πρέπει κι εκείνο να χόρεψε μέσα στην εσωτερική του ύπαρξη. Κοίταζε εκείνος για να μεταδώσει κάτι στο λουλούδι. Ένα πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι μόνο το λουλούδι κι εκείνος υπήρχαν για πολλή ώρα. Έπαψε όλος ο κόσμος. Μόνο ο Βούδας και το λουλούδι υπήρχαν εκεί. Το λουλούδι μπήκε μέσα στην ύπαρξη του Βούδα και ο Βούδας μπήκε μέσα στην ύπαρξη τού λουλουδιού.
Έπειτα έδωσε το λουλούδι στον Μαχακάσυαπ. Δεν ήταν ένα απλό λουλούδι τώρα, περιέκλειε τη βουδική κατάσταση. Περιέκλειε την εσωτερική ποιότητα τής ύπαρξης του Βούδα. Και γιατί στον Μαχακάσυαπ; Υπήρχαν κι άλλοι σπουδαίοι λόγιοι, δέκα σπουδαίοι μαθητές΄ ο Μαχακάσυαπ ήταν μόνο ένας και περιλαμβανόταν στους δέκα μόνο λόγω αυτής της ιστορίας, αλλιώς δεν θα είχε περιληφθεί ποτέ.
Δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά για τον Μαχακάσυαπ. Υπήρχαν εκεί σπουδαίοι λόγιοι, όπως ο Σαριπούτα - δεν μπορούσες να βρεις πιο ισχυρή διάνοια - κι ο Μογκαλαγιάν ήταν επίσης εκεί, ένας πολύ σπουδαίος λόγιος. Κρατούσε στη μνήμη του όλες τις Βέδες και δεν του ήταν άγνωστο τίποτε από όσα είχαν γραφτεί ποτέ. Μεγάλος ειδήμων της λογικής ο ίδιος, είχε χιλιάδες μαθητές. Κι υπήρχαν κι άλλοι - ήταν εκεί ο Ανάντα, πρώτος ξάδερφος του Βούδα, ο οποίος επί σαράντα χρόνια πήγαινε συνεχώς μαζί του... Αλλά όχι. Κάποιος που ήταν άγνωστος πριν, ο Μαχακάσυαπ, έγινε ξαφνικά πολύ σημαντικός. Άλλαξε η όλη κατάσταση. Όποτε μιλούσε ο Βούδας, ο Σαριπούτα ήταν ο σημαντικός άνθρωπος, γιατί καταλάβαινε τα λόγια περισσότερο από κάθε άλλον΄ κι όταν επιχειρηματολογούσε ο Βούδας, ο Μογκαλαγιάν ήταν ο σημαντικός άνθρωπος. Κανείς δεν σκεφτόταν ιδιαίτερα τον Μαχακάσυαπ. Παρέμενε μέσα στο πλήθος, ήταν μέρος του πλήθους.
Αλλά όταν έμεινε ο Βούδας σιωπηλός, άλλαξε η όλη κατάσταση. Τώρα δεν ήταν σημαντικοί ο Μογκαλαγιάν κι ο Σαριπούτα΄ έχασαν την ύπαρξή τους, σαν να μην βρίσκονταν εκεί. Έγιναν μέρος του πλήθους. Ένας καινούργιος άνθρωπος, ο Μαχακάσυαπ, έγινε ο πιο σημαντικός. Άνοιξε μια νέα διάσταση. Όλοι ήταν νευρικοί, σκέφτονταν, ΄΄Γιατί δεν μιλάει ο Βούδας; Γιατί μένει σιωπηλός; Τι θα συμβεί; Πότε θα τελειώσει αυτό;΄΄ Ένιωθαν άβολα, νευρικά.
Αλλά ο Μαχακάσυαπ δεν ένιωθε άβολα και νευρικά. Πραγματικά, για πρώτη φορά ήταν ήρεμος με το Βούδα΄ για πρώτη φορά ένιωθε σαν στο σπίτι του με το Βούδα. Όταν μιλούσε ο Βούδας, ίσως εκείνος να ήταν νευρικός. Ίσως να σκεφτόταν, ΄΄Γιατί αυτές οι ανοησίες; Γιατί να μιλάει συνεχώς; Τίποτε δεν μεταδίδεται, τίποτε δεν γίνεται κατανοητό΄ γιατί να χτυπάει συνεχώς το κεφάλι του στον τοίχο; Οι άνθρωποι είναι κουφοί. Δεν μπορούν να καταλάβουν...΄΄ Θα πρέπει να ήταν νευρικός όταν μιλούσε ο Βούδας και τώρα για πρώτη φορά ένιωθε σαν στο σπίτι του. Καταλάβαινε τι είναι η σιωπή.
Υπήρχαν χιλιάδες εκεί και ήταν όλοι νευρικοί. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, βλέποντας την ανοησία του πλήθους. Ήταν άνετοι όταν μιλούσε ο Βούδας΄ τώρα που ήταν σιωπηλός, ήταν νευρικοί. Όταν μπορούσε να μεταδοθεί κάτι, δεν ήταν ανοικτοί΄ όταν δεν μπορούσε να μεταδοθεί τίποτε, εκείνοι περίμεναν. Τώρα με τη σιωπή ο Βούδας μπορούσε να δώσει κάτι που είναι αθάνατο, αλλά εκείνοι δεν καταλάβαιναν. Δεν μπόρεσε λοιπόν να συγκρατηθεί κι άρχισε να γελάει δυνατά - γέλαγε με την όλη κατάσταση, με το όλο παράλογο πράγμα.