ΓΙΝΕ ΠΑΛΙ ΠΑΙΔΙ (Μέρος 3)
Την εποχή που ήμουν φοιτητής, έκανα ένα πρωινό περίπατο πολύ νωρίς, στις τρεις η ώρα, στις τέσσερις η ώρα το πρωί. Δίπλα ακριβώς στο σπίτι μου υπήρχε ένας μικρός δρόμος με δασύλλια μπαμπού, πολύ σκοτεινός… Κι ήταν εκείνο το καλύτερο μέρος, γιατί ήταν πολύ σπάνιο να συναντήσεις κάποιον εκεί… μόνο ένας φύλακας από το σπίτι ενός πλούσιου με έβλεπε.
Μια μέρα όμως – ίσως αυτό να είναι εκείνο που ονομάζεις απώλεια ελέγχου:
Έκανα τζόγκινγκ στο δρόμο και μου ήρθε η ιδέα ότι θα ήταν καλό να τρέξω ανάποδα, προς τα πίσω. Στην Ινδία υπάρχει η πρόληψη ότι τα φαντάσματα περπατούν ανάποδα προς τα πίσω, αλλά το είχα ξεχάσει τελείως κι έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε κανένας στο δρόμο… άρχισα λοιπόν να τρέχω ανάποδα. Το απολάμβανα πάρα πολύ και το πρωινό ήταν πολύ δροσερό.
Τότε έτυχε να με δει ο γαλατάς… Έφερναν γάλα από τα μικρά χωριά κι εκείνος είχε έρθει λίγο νωρίτερα από ό,τι συνήθως κι έτσι δεν με είχε συναντήσει ξανά. Κρατώντας τους κουβάδες του με το γάλα, ξαφνικά με είδε. Θα πρέπει να βρισκόμουν κάτω από τον ίσκιο των μπαμπού κι όταν πλησίασε τον ίσκιο όπου βρισκόταν μια μικρή έκταση με φεγγαρόφωτο, παρουσιάστηκα ξαφνικά τρέχοντας ανάποδα. Φώναξε εκείνος, ΄΄Θεέ μου!΄΄ πέταξε κάτω τους κουβάδες του κι έφυγε τρέχοντας.
Δεν είχα ακόμη αντιληφθεί ότι φοβήθηκε εμένα, σκέφτηκα ότι φοβήθηκε κάτι άλλο. Πήρα λοιπόν τους κουβάδες του, παρόλο που το γάλα είχε χαθεί… σκέφτηκα να του δώσω τουλάχιστον τους κουβάδες του, άρχισα λοιπόν να τρέχω ξοπίσω του. Βλέποντάς με να έρχομαι… δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να τρέχει τόσο γρήγορα! Θα μπορούσε να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής σε οποιοδήποτε αγώνα. Ξαφνιάστηκα. Φώναζα, ΄΄Περίμενε!΄΄ κι εκείνος κοιτούσε πίσω του και χωρίς να λέει τίποτα…
Ο φύλακας του πλούσιου ανθρώπου παρακολουθούσε την όλη σκηνή. Μου είπε, ΄΄Θα τον σκοτώσεις.΄΄
Είπα, ΄΄Θέλω απλώς να του επιστρέψω τους κουβάδες.΄΄
Είπε, ΄΄Άφησε τους κουβάδες σε μένα΄ όταν ανατείλει ο ήλιος θα έρθει. Αλλά μην κάνεις τέτοια πράγματα – μερικές φορές με κάνεις κι εμένα να φοβάμαι, επειδή όμως ξέρω… Σε βλέπω χρόνια τώρα να κάνεις κάθε είδους παράξενα πράγματα σε τούτο το δρόμο, αλλά μερικές φορές αρχίζω να φοβάμαι΄ σκέφτομαι: ποιος ξέρει αν είσαι πράγματι εσύ ή κάποιο φάντασμα που έρχεται ανάποδα προς εμένα; Μερικές φορές κλείνω την πύλη και πηγαίνω μέσα΄ κρατάω πάντα γεμάτο το όπλο μου εξαιτίας σου!΄΄
Είπα, ΄΄Πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα, ότι αν είμαι φάντασμα, το όπλο σου θα είναι άχρηστο – δεν μπορείς να σκοτώσεις φάντασμα με σφαίρες. Μην το χρησιμοποιήσεις λοιπόν ποτέ, γιατί το φάντασμα δεν θα το επηρεάσει, αλλά αν βρίσκεται εκεί κάποιος αληθινός άνθρωπος, μπορεί να σε συλλάβουν για φόνο.΄΄
Είπε, ΄Άυτό είναι αλήθεια. Δεν το σκέφτηκα ποτέ, ότι τα φανάσματα…΄΄ Κι εκεί ακριβώς μπροστά μου, έβγαλε όλες τις σφαίρες. Είπε, ΄΄Μερικές φορές ο φόβος είναι τόσο μεγάλος… Μπορεί να πυροβολήσω και να σκοτώσω κανέναν άνθρωπο.΄΄
Είπα, ΄΄Κοίταξέ με: σιγουρέψου πρώτα αν είμαι πραγματικός άνθρωπος ή φάντασμα. Βγάζεις τις σφαίρες σου ενώ μπορεί να προσπαθεί να σε πείσει ένα φάντασμα!΄΄
Είπε εκείνος, ΄΄Τι;…΄΄ Κι άρχισε να βάζει πάλι τις σφαίρες πίσω στο όπλο του.
Είπα, ΄΄Κράτησε αυτούς τους δυο κουβάδες.΄΄ Έμεινα έξι μήνες σχεδόν σε εκείνο το μέρος της πόλης και κάθε μέρα ρωτούσα το φύλακα, ΄΄Δεν ήρθε ακόμη ο άνθρωπος;΄΄
Εκείνος έλεγε, ΄΄Δεν έχει έρθει. Οι δυο κουβάδες τον περιμένουν ακόμη και νομίζω ότι τώρα πια δεν θα έρθει ποτέ. Ή χάθηκε για πάντα ή έχει φοβηθεί τόσο πολύ τούτο το μέρος που δεν έρχεται ποτέ σε αυτό το δρόμο. Παρακολουθώ ως τώρα κι όποτε αλλάζει η βάρδιά μου κι έρχεται ο άλλος φύλακας, του λέω ότι, αν έρθει κάποιος… και κρατάμε τους δυο κουβάδες μπροστά στην πύλη, ώστε να δει ότι οι κουβάδες του είναι εδώ. Αλλά έχουν περάσει έξι μήνες και δεν υπάρχει κανένα σημείο από κείνον.΄΄
Είπα, ΄΄Πολύ παράξενο αυτό.΄΄
Είπε, ΄΄Δεν είναι καθόλου παράξενο. Θα σκότωνες τον οποιοδήποτε έτσι όπως βγαίνεις μέσα από το σκοτάδι. Γιατί πηγαίνεις ανάποδα προς τα πίσω; Ξέρω ότι πολύς κόσμος κάνει τζόγκινγκ, αλλά ανάποδα…΄΄
Είπα, ΄΄Έκανα τζόγκινγκ και βαρέθηκα να πηγαίνω συνέχεια προς τα μπρος΄ έτσι για αλλαγή δοκίμαζα το ανάποδο. Δεν κατάλαβα ότι ακριβώς εκείνη τη μέρα θα ερχόταν αυτός ο βλάκας – κανείς δεν έρχεται σε τούτο το δρόμο. Ο άνθρωπος εκείνος θα πρέπει να διέδωσε τη φήμη – κι οι φήμες εξαπλώνονται σαν τη φωτιά. Ακόμη κι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που έμενα το άκουσε στο δρόμο…΄΄
Μου είπε, ΄΄Πάψε να πηγαίνεις τόσο νωρίς για τον πρωινό σου περίπατο΄ να πηγαίνεις μόνο αφού έχει ανατείλει ο ήλιος, γιατί κάποιος άνθρωπος είδε ένα φάντασμα.΄΄
Είπα, ΄΄Ποιος σου το είπε;΄΄
Είπε, ΄΄Η γυναίκα μου μού το είπε και το ξέρει κι όλη η γειτονιά΄ μετά τις οκτώ το βράδυ ο δρόμος αδειάζει.΄΄
Του είπα, ΄΄Μπορεί να μην το πιστέψεις, αλλά δεν υπήρχε κανένα φάντασμα. Για την ακρίβεια, εγώ έκανα τζόγκινγκ προς τα πίσω…΄΄
Είπε, ΄΄Μην πας να με κοροϊδέψεις.΄΄
Είπα, ΄΄Μπορείς να έρθεις μαζί μου. Στις τρεις το πρωί δεν υπάρχει κανένας.΄΄
Είπε, ΄΄Γιατί να το ρισκάρω; Ένα όμως είναι βέβαιο: αν δεν πάψεις να πηγαίνεις, θα πρέπει να φύγεις από το σπίτι μου. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ.΄΄
Είπα, ΄΄Πολύ παράξενο. Ακόμη κι αν ο δρόμος είναι γεμάτος από φαντάσματα, γιατί να επιμείνεις εσύ να φύγω από το σπίτι σου; Δεν μπορείς να με αναγκάσεις. Πληρώνω το νοίκι.. μου έδωσες απόδειξη. Και στο δικαστήριο δεν μπορείς να πεις ότι γίνεται επειδή αυτός ο άνθρωπος πάει σε ένα δρόμο όπου κάνουν τζόγκινγκ τα φαντάσματα – δεν νομίζω πως θα δεχτεί αυτό το λόγο κανένα δικαστήριο.΄΄
Είπε, ΄΄Εννοείς ότι θα με πας στα δικαστήρια; Αν επιμένεις τόσο πολύ, μπορείς να μείνεις στο σπίτι. Θα το πουλήσω. Θα φύγω από το σπίτι αυτό.΄΄
Είπα, ΄΄Μα δεν είμαι φάντασμα.΄΄
Είπε εκείνος, ΄΄Αυτό το ξέρω – αλλά να συναναστρέφεσαι φαντάσματα; Καμιά μέρα μπορεί να σε ακολουθήσει κάποιο φάντασμα και να μπει στο σπίτι – κι είμαι άνθρωπος με γυναίκα και παιδιά. Δεν θέλω να ριψοκινδυνεύσω τίποτα.΄΄
Εδώ, στην κοινότητά μου, δεν χρειάζεται να φοβάσαι: μπορείς να κάνεις τζόγκινγκ ανάποδα κι ακόμη και αν είσαι ένα αληθινό φάντασμα, κανείς δεν πρόκειται να σου δώσει σημασία!